- γεωειδής
- -ές1. ο γεώδης*2. το ουδ. ως ουσ. το γεωειδέςη επιφάνεια τής μέσης στάθμης τών θαλασσών που προεκτείνεται νοητά κάτω από τις ηπείρους και πρέπει σε κάθε σημείο της να είναι κάθετη προς το νήμα τής στάθμης. το γεωειδές προσδιορίζει τη μορφή τής γης για τη γεωδαισία.
Dictionary of Greek. 2013.